ἀποφαίνεται

ἀποφαίνεται
ἀποφαίνω
show forth
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποφαντικός — ή, ό (AM ἀποφαντικός, ή, όν) [αποφαίνω] 1. αυτός που αποφαίνεται θετικά 2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» η οριστική νεοελλ. (ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά αρχ. μσν. ( ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο …   Dictionary of Greek

  • αλάθητο — Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα λανθάνω και σημαίνει τη δυνατότητα να μην κάνει κανείς σφάλματα, να μη λαθεύει, να μη σφάλλει. α. της Εκκλησίας. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • απόφανση — η (Α ἀπόφανσις) [αποφαίνω] έκφραση, διατύπωση γνώμης νεοελλ. απόφαση δικαστηρίου, έκδοση απόφασης αρχ. το να αποφαίνεται κανείς για κάτι κατά τρόπο θετικό, η κατάφαση …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • δογματικός — ή, ό (AM δογματικός, ή, όν) [δόγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) 2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι») νεοελλ. 1. εκείνος τού… …   Dictionary of Greek

  • καταγορευτικός — καταγορευτικός, ή, όν (Α) [καταγορεύω] 1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα 2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» τίτλος έργου τού Χρυσίππου …   Dictionary of Greek

  • κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”